- ετέρωσε
- ἑτέρωσε (ΑΜ)επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώςαρχ.1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.)2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ' ἑτέρωσε καθῑζον», Ομ. Ιλ.)3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετέρως + επιρρ. κατάλ. -σε, πρβλ. άλλο-σε].
Dictionary of Greek. 2013.